φιλαγρέτις

φιλαγρέτις
φῐλαγρ-έτις, ιδος, ,
A fond of the chase, huntress,

Ἄρτεμις AP9.396

(Paul.Sil.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φιλαγρέτις — fond of the chase fem nom sg φιλαγρευτής lover of the chase fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαγρέτις — ιδος, ἡ, Α (προσωνυμία τής Αρτέμιδος) αυτή που αγαπά το κυνήγι («τριμάκαιρα φιλαγρέτις Ἄρτεμις», Παυλ. Σιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. θηλ. ενός αμάρτυρου τ. *φιλαγρέτης < φιλ(ο) * + ἀγρέτης (< θ. αγρε τού ἀγρῶ / έω «πιάνω»), πρβλ. πυρ αγρέτης] …   Dictionary of Greek

  • φιλαγρότις — ιδος, ἡ, Α φιλαγρέτις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἀγρότις, θηλ. τού ἀγρότης (ΙΙ) «κυνηγός» (< ἄγρα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”